Τενοντίτιδα του Ώμου – Ασβεστοποιός Τενοντίτιδα – Παγωμένος Ώμος
Η τενοντίτιδα του ώμου, αλλιώς γνωστή και ως τενοντίτιδα των στροφέων μυών ή του στροφικού πετάλου, είναι μια πάρα πολύ συχνή πάθηση και μπορεί να απασχολήσει οποιαδήποτε ηλικία. Οι ασθενείς αναφέρουν ένα αίσθημα ‘’καψίματος’’ κατά τις κινήσεις της ωμικής ζώνης. Το αίσθημα αυτό εξελίσσεται σταδιακά σε πόνο κατά τις κινήσεις του άκρου, συνήθως εντοπισμένος σε συγκεκριμένο σημείο και γίνεται εντονότερος της νυχτερινές ώρες. Όταν αναφέρεται συμμετοχή του αυχένα, πρέπει να γίνεται διαφοροδιάγνωση με παθήσεις του αυχένα. Ο πόνος γίνεται χρόνιος και ο ασθενής επισκέπτεται τον ιατρό όταν πλέον αδυνατεί να σηκώσει το άνω άκρο και να πραγματοποιήσει τις καθημερινές του εργασίες. Οι ενοχλήσεις αυξάνουν με την ξεκούραση (ιδιαίτερα την νύχτα ή το επόμενο πρωινό).
Ο ώμος είναι μια σύνθετη άρθρωση. Οι στροφείς μύες είναι μια ομάδα μυών οι οποίοι προσφέρουν σταθερότητα στη άρθρωση και πραγματοποιούν τις σύνθετες κινήσεις της άρθρωσης. Οι κύριοι μύες του στροφικού πετάλου είναι οι εξής :
- Υπερακάνθιος,
- Υπακάνθιος,
- Υποπλάτιος,
- Μικρός στρόγγυλος.
Η διάγνωση τίθεται μετά από λεπτομερή κλινική εξέταση και μόνο αν κριθεί απαραίτητο πραγματοποιείται ακτινολογικός έλεγχος, διαγνωστικός υπέρηχος ή μαγνητική τομογραφία. Συνήθως η μαγνητική τομογραφία συστήνεται σε περίπτωση υποψίας ρήξης κάποιου τένοντα. Πολύ συχνά κατά τον ακτινολογικό έλεγχο βρίσκουμε ασβεστώσεις στη μάζα του υπερακανθίου τένοντα (ασβεστοποιός τενοντίτιδα). Αυτές είναι ένδειξη χρόνιας κατάστασης.
Η τενοντίτιδα είναι μια φλεγμονή και προκαλείται σταδιακά, μέσω χρόνιας καταπόνησης της άρθρωσης του ώμου με επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Είναι συχνή κατάσταση σε χειρώνακτες, αλλά και σε γυναίκες που κουράζουν την περιοχή αυτή με δουλειές του σπιτιού. Εμφανίζεται και σε νεαρούς αθλητές (κολύμβηση, τένις, άρση βαρών, ακόντιο, σφαιροβολία, δισκοβολία κ.α.). Η χρόνια καταπόνηση προκαλεί σταδιακή εκφύλιση και αδυναμία των μυών οι οποίες προδιαθέτουν περαιτέρω τραυματισμό και φλεγμονή. Αυτές οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν κινήσεις στις οποίες το χέρι βρίσκεται ψηλότερα από το επίπεδο του ώμου. Όταν η τάση αυτή είναι υπερβολική τότε οι τένοντες αυτοί τραυματίζονται και συμβαίνουν μικρές ρήξεις στις ίνες του τένοντα και έχουμε φλεγμονή. Από όλους τους τένοντες ο πιο επιρρεπής είναι ο υπερακάνθιος. Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, η ύπαρξη μερικών ρήξεων του υπερακανθίου είναι σχεδόν πάντα παρούσες. Σε περιπτώσεις ολικής ρήξης τίθεται το ερώτημα της χειρουργικής αποκατάστασης.

Οι περισσότερες περιπτώσεις τενοντίτιδας των στροφέων του ώμου θεραπεύονται με τη ξεκούραση, φαρμακευτική αγωγή και την κατάλληλη φυσικοθεραπεία. Οι ενοχλήσεις συνήθως υποχωρούν μέσα σε λίγες εβδομάδες, αλλά δεν είναι σπάνιο να διαρκέσουν και μήνες. Όλα εξαρτώνται και από τη συνεργασία του ασθενούς στις οδηγίες. Πολύ βασική είναι η αποφυγή των δραστηριοτήτων που αυξάνουν τα συμπτώματα. Ανάλογα με την πορεία της πάθησης, μπορεί να πραγματοποιηθεί θεραπεία με ένεση στη πάσχουσα περιοχή. Οι επιλογές είναι η χρήση του PRP (δείτε εδώ την νέα επαναστατική θεραπεία “PRP” έκχυση πλάσματος πλουσίου σε αιμοπετάλια) και ως τελική λύση η έγχυση κορτιζόνης.
Ο γνωστός ‘’παγωμένος ώμος’’ ή συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου, είναι μια διαφορετικής φύσης κλινική κατάσταση. Η διάγνωση τίθεται κλινικά και με λήψη καλού ιστορικού. Συνήθως δεν υπάρχουν ακτινολογικά ευρήματα. Είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο ώμος γίνεται δύσκαμπτος και τελικά αγκυλώνει. Ο ασθενής αδυνατεί να πραγματοποιήσει όλες τις στροφικές φυσιολογικές κινήσεις και όχι μόνο την απαγωγή που συμβαίνει στην απλή τενοντίτιδα. Η πάθηση εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία έχει τρία στάδια και διαρκεί 12-24 μήνες και συχνά αυτοθεραπεύεται.. Τα 3 στάδια συμπτωμάτων έχουν ως εξής:
Πρώτο στάδιο: Πόνος και έναρξη μείωσης του εύρους κινήσεων απαγωγής και στροφών.
Δεύτερο στάδιο: Εγκατάσταση μόνιμης δυσκαμψίας. Ο ώμος δεν απάγεται και δεν κάνει στροφές. Ο πόνος μονιμοποιείται.
Τρίτο: Ο πόνος μειώνεται σταδιακά και οι κινήσεις επανέρχονται σταδιακά.
Η βοήθεια σε αυτή τη κατάσταση γίνεται στα αρχικά στάδια, με χρήση φαρμακευτικής αγωγής, εγχύσεις στο θύλακο (PRP, υαλουρονικού νατρίου, κορτιζόνης) και φυσιοθεραπεία. Συχνά επιλέγεται και η κινητοποίηση της άρθρωσης υπό αναισθησία. Στην περίπτωση που συνυπάρχει ρήξη του υπερακανθίου τένοντα η αποκατάσταση γίνεται χειρουργικά.